Κυριακή 17 Νοεμβρίου 2013

«Μικροί λαϊκοί αγωνιστές»: ποιητικές δοκιμές του Γ. Ρίτσου για το Πολυτεχνείο




Αρθρογράφος: ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΣΚΟΡΔΙΛΗΣ   Είναι δ/ντης του 1ου ΓΕΛ Κέρκυρας

Ο Γιάννης Ρίτσος κατέταξε σε έναν τόμο, στον οποίο έδωσε τον τίτλο «Επικαιρικά», τις εξής συνθέσεις του: Οι γειτονιές του κόσμου, 1949-1951, Το υστερόγραφο της δόξας, 1945 (ποίημα για τον Άρη Βελουχιώτη), Ο άνθρωπος με το γαρύφαλλο, 1952 (εκτέλεση Ν. Μπελογιάννη), Θρήνος του Μάη, 1963 (δολοφονία Γ. Λαμπράκη), Ο μαύρος άγιος (δολοφονία του αντιαποικιοκράτη ηγέτη του Κογκό Πατρίς Λουμούμπα), Ημερολόγια εξορίας, 1948-1950, Πέτρινος χρόνος, 1949, Η αρχιτεκτονική των δέντρων, 1958, Άνθρωποι και τοπία, 1958, Μαντατοφόρες, 1967-1969.

Πρόκειται για μεγάλες συνθέσεις που αποκρίνονται άμεσα στη συγκεκριμένη ιστορική πραγματικότητα. Άλλωστε έχει δηλώσει ο ίδιος ο ποιητής στην επιστολή του στη Χ. Προκοπάκη ότι το έργο του κινείται ανάμεσα σε «δύο αναγκαιότητες: το τώρα και το πάντα, της συγκεκριμένης ιστορικής πραγματικότητας και της ‘μυθικής’ πραγματικής ιστορίας του ανθρώπου που ξεπερνάει τα επείγοντα πλαίσια της δοσμένης στιγμής και προς τα μπρος (μέλλον) και προς τα πίσω (παρελθόν)». «Τα επικαιρικά είναι η άμεση ανταπόκριση στο γεγονός, ο ύμνος των ηρώων ή τα ημερολογιακά σημειώματα εξορίας. Η εν θερμώ καταγραφή του αγώνα, το χρονικό, μέρα με τη μέρα, με μόνη εξαίρεση τις Γειτονιές του κόσμου, 1949-1951, που εκτείνονται σε μια μεγάλη χρονική περίοδο, ανασυνθέτοντας ολόκληρη τη δεκαετία …»

Το 1973, τη χρονιά του Πολυτεχνείου, ο Ρίτσος ήταν 64 χρονών. Είχε προηγηθεί η σύλληψή του στις 21 Απριλίου, ημέρα έναρξης της Δικτατορίας, και η εξορία του στη Γυάρο. Τότε συλλαμβάνεται και η γυναίκα του και η δωδεκάχρονη κόρη του μένει με τον παππού της. Στις 30 Ιουνίου μετάγεται στο Παρθένι της Λέρου. Στη συνέχεια, βαριά άρρωστος, κάνει το δρομολόγιο Αθήνα- Σάμος στο Νοσοκομείο με υποψία όγκου, διαρκώς με συνοδεία χωροφύλακα. Αργότερα στη Σάμο βρίσκεται σε κατ’ οίκον περιορισμό. Ακολουθεί η καταστροφή των χειρογράφων με ατελή κατά τον ποιητή έργα ενόψει του πιθανολογούμενου τέλους του. Το 1970 αίρεται ο κατ’ οίκον περιορισμός και αργότερα η προληπτική λογοκρισία. Ακολουθεί το Φλεβάρη του 1973 η κατάληψη της Νομικής Σχολής. Στις 14 Νοεμβρίου αρχίζουν οι συνελεύσεις στο Πολυτεχνείο. Στις 15 παίρνει μέρος μαζί με εργάτες στη διαδήλωση. Στις 16 ακούει το ραδιοσταθμό του Πολυτεχνείου και τις 17 φεύγει για τη Σάμο. Τον Ιούλιο του 1974 αρχίζει η Κυπριακή Τραγωδία και ακολουθεί η πτώση της Χούντας.



Στα «επείγοντα πλαίσια της δοσμένης στιγμής», στη διάρκεια της τριετίας 1973-1976 ανταποκρίνεται ο ποιητής. Η σύνθεση Το ημερολόγιο μια εβδομάδας με ημερομηνία Αθήνα, 16 Νοεμβρίου 1973 γράφεται εν θερμώ σε έκταση πεντέμιση σελίδων (στον τόμο Ζ΄ με τον τίτλο  Γίγνεσθαι, 129-134). Το 1974 γράφει το ποίημα Ύμνος και Θρήνος για την Κύπρο. Στο Πολυτεχνείο επιστρέφει το 1976 γράφοντας τη σύνθεση Το Σώμα και το Αίμα με τον υπότιτλο Ακόμη μια δοκιμή για ένα ποίημα του Πολυτεχνείου (Γίγνεσθαι). Αυτές οι ποιητικές συνθέσεις μπορούμε να πούμε ότι συγκροτούν μια δεύτερη ομάδα Επικαιρικών ποιημάτων.

 Το Ημερολόγιο μιας εβδομάδας 1973 :
«Ωραία παιδιά με τα μεγάλα μάτια σαν εκκλησιές χωρίς στασίδια,
ωραία παιδιά, δικά μας, με τη μεγάλη θλίψη των αντρείων,
αψήφιστοι, όρθιοι στα προπύλαια, στον πέτρινο αέρα,
έτοιμο το χέρι, έτοιμο μάτι, - πώς μεγαλώνει
το μπόϊ, το βήμα κ’ η παλάμη του ανθρώπου»
Γίγνεσθαι, 129

 Αυτό το «ποιητικό ημερολόγιο» αρχίζει στις 16 Νοεμβρίου και λήγει στις 22 του ίδιου μήνα, τρεις μέρες πριν την ανατροπή του δικτάτορα Παπαδόπουλου από τον αντικαταστάτη του τον Ιωαννίδη. Αποτελείται από εφτά ενότητες άνισης έκτασης, μια ενότητα για κάθε μέρα. Από τον πρώτο κιόλας στίχο δίνεται το ηλικιακό στίγμα των ηρώων-προσώπων του ποιήματος: ωραία παιδιά (πικρά απογεύματα παιδιών), κορίτσια, αγόρια, η αψήφιστη τόλμη και στύση του εφήβου (133). Αυτή η γενιά των νέων συνδέεται, σύμφωνα με τον ποιητή, με τον έρωτα διπλά: αφενός είναι καρπός έρωτα της δικής του γενιάς και αφετέρου είναι η ίδια η πηγή του ορμητικού έρωτα της νιότης:

«Εσείς ο ίδιος ο έρωτας […]
Ελένη, Μάρω, Δήμητρα, παιδιά μας παιδιά μας […]
έρωτές μας, παιδιά μας, σκοτωμένα παιδιά μας έρωτές μας»

Ο Τόπος και οι Περιστάσεις περιγράφονται λιτά και λακωνικά (οι πυροβολισμοί, η πεσμένη πόρτα, ο καπνός), καθώς και μια απόπειρα ανατομίας του ηρωισμού (133):

«οι πιο λυπημένοι είναι οι ήρωες-κι αυτοί λείπουν κρυμμένοι
κάτου απ’ την πράξη τους, βαμμένοι με το αίμα τους, -απ’ τα
πριν πεθαμένοι
σώζοντας μες στο φόβο τους το χαμόγελό τους για τους άλλους. Τα
κορίτσια κλαίνε,
ζητούν τυραννικά τον έρωτα των ωραίων νεκρών. Μαζί περνούν
την Πύλη
εκείνα με το στόμα τους σαρκώδες, σφραγισμένο μ’ ένα σβηστό
τσιγάρο
αυτές με μια τσατσάρα, μ’ ένα τσέρκι, με μια σκισμένη κάλτσα
και με μια χάρτινη σημαιούλα πεσμένη στα μικρά τους στήθη»
Αμέσως μετά ο ποιητής στρέφεται στους σιωπηλούς και αδρανείς πολίτες της Αθήνας:
«Κι ακούγεται ακόμη η τελευταία κραυγή διαλυμένη στις λεωφόρους
Πώς μπορείτε λοιπόν να κοιμάστε;»
στίχος που επαναλαμβάνεται στη σύνθεση (131).

Είναι τόση η ένταση της συγκίνησης και η αμηχανία του εξηνταπεντάρη αγωνιστή, ώστε να δηλώνεται η προσωρινή αμφιβολία του για τη δραστικότητα του ποιητικού λόγου:

«Ω, ανήμπορο ποίημα, ανήμπορο, ανήμπορο, ατελέσφορο,
επάνω από δυό στίχους σταυρωμένους σταυρώνω τα χέρια και σωπαίνω»
Γίγνεσθαι, 130, Αθήνα, 19 Νοεμβρίου 1973

Ο ίδιος δέκα χρόνια αργότερα γράφει στο αφήγημα Αισθητικές μεταπλάσεις που ανήκει στο Εικονοστάσιο Ανωνύμων Αγίων: «…τι να σου κάνουν κι οι φουκαράδες οι στίχοι; Καλά το ’πε και κάποιος: Ω ανήμπορο ποίημα, ανήμπορο ανήμπορο, ατελέσφορο, οι νεκροί δεν ανασταίνονται, υπάρχουν […] . Ναι, ναι, μη μου πεις, πολύ βοηθάνε τα ποιήματα, δίνουν κουράγιο, συμβουλεύουν, ανοίγουν δρόμους, περπατάμε, περπατάει η ιστορία. […] Ακόμη κι αυτός που, ώρες βαριές, όταν έμπαιναν τα τανκς στο Πολυτεχνείο, είχε αποκαλέσει τα ποιήματα «ατελέσφορα»[…]»
Παρ΄ όλα αυτά η ποίησή του αποπνέει την προσδοκία:
«ΜΕ ΤΟΥΣ ΑΓΚΩΝΕΣ στηριγμένους στην ποίηση, με τα μάτια κλεισμένα στις παλάμες
Ακούω τη φωτιά. Ανεβαίνει»
Γίγνεσθαι, 131

Τρία χρόνια μετά τα γεγονότα του Πολυτεχνείου, από τις 17 Νοεμ. έως τις 19 Δεκ. του 1976, γράφει τη σύνθεση Το Σώμα και το Αίμα με τον υπότιτλο Ακόμη μια δοκιμή για ένα ποίημα του Πολυτεχνείου. Εδώ η επικαιρική συγκίνηση μορφοποιείται σε μια μεγάλης έκτασης επική αλλά και στοχαστική σύνθεση, που αποτελείται από 18 ενότητες. Τα βασικά θέματα που θίγονται στο Ημερολόγιο μιας βδομάδας εδώ αναπτύσσονται και προεκτείνονται, όπως στις γνώριμες μεγάλες συνθέσεις του.

Το εγκώμιο της νέας γενιάς και των ονείρων της:
[ …]
παιδιά αετώματα της πυρκαϊάς μ’ άλογα με μυστριά με πηλοφόρια
τόσο ψηλά στυλίτες του ακέριου καιρού της μέσα ιστορίας
καλημέρα φωνάξατε τρεις μέρες και τρεις νύχτες μες στα δακρυγόνα [ …] 335-336, εν. Ι
[ …] παιδιά ξαφνικά ψηλωμένα γραμμένα ολόσωμα στο κόκκινο
μεγάλωσαν τα γένια τα μαλλιά τα χέρια σε αδίστακτες χειρονομίες [… ]
Ο τόπος, το ιστορικό κτίριο του Πολυτεχνείου, αποκτά ηρωικές διαστάσεις, από το κέντρο της Αθήνας εξακτινώνεται σε όλη την Ελλάδα:
ΠΑΛΙΟ χλωμό κτίριο με δυό ημικυκλικές μαρμάρινες σκάλες
είχε και φοινικόδεντρα άλλοτε μπορεί και τώρα δε φαίνονται
ένα μαντίλι μ’ αίμα και σπέρμα στο ξερό χορτάρι
άσπρη κουκκίδα στο κέντρο του κύκλου η περιφέρεια απέραντη
κυρίευε την πολιτεία τα προάστια τα μακρινά ξυλάδικα
Άνω Πατήσια Θυμαράκια Παγκράτι Γκύζη Καισαριανή Πετράλωνα […]
πιο πέρα η φωνή του νεανικού ραδιόφωνου ανυπόμονη λάμψη ένα τσιγάρο
η θλίψη του θανάτου πιο πέρα […]
τα Μέγαρα απαντούν Θεσσαλονίκη Βόλος Πρέβεζα Ιωάννινα
Δράμα
Αρκάδι Μισολόγγι ο μπάρμπα Θόδωρος με την παλιά του περικεφαλαία
τι σύναξη μέσα στα κάγκελα έξω απ΄ τα κάγκελα [ …] 338-339
Η απόπειρα συκοφάντησης που επιχειρεί η Τυραννική Εξουσία και οι Συνοδοιπόροι της μέσω του ραδιοφώνου και της τηλεόρασης κυρίως:
[ …]
πεσμένη μπρούμυτα η βιβλιοθήκη πορτραίτα φιλοσόφων στο δια-
δρόμο σπασμένα τζάμια
εφημερίδες σβούρες κάλυκες μαλλιά σωληνάρια πετρέλαιο κιμωλίες
ιδού οι αποδείξεις είπαν κάλεσαν δημοσιογράφους και τούτο και κείνο
να μαρτυρήσετε λέει αναρχία γενειάδες γκόμενες γαμήσια στα σκαλοπάτια
αυτούς τους κουβάλησαν στην Ασφάλεια
αυτούς στα τμήματα
εκείνους στο νεκροτομείο [ …] 345

Ο έρωτας κι η επανάσταση στίζουν το σώμα της ποιητικής σύνθεσης:
 «Ο ΕΝΑΣ γράφει συνθήματα στους στοίχους ο άλλος
φωνάζει συνθήματα πάνω απ’ τους δρόμους ο τρίτος
φοράει το παράθυρο τραγουδάει ανοιχτός Ρωμιοσύνη Ρωμιοσύνη
τους τραυματίες τους κουβάλησαν στη βιβλιοθήκη
μια παλάμη αμπελόφυλλου στο χτυπημένο γόνατο
αγάλματα λυπημένα μες στους καπνούς- πού τον ξεχάσατε τον έρωτα
σπουδαστές οικοδόμοι πλακάτ ζητωκραυγές σημαίες
έρωτας είναι τ’ όνειρο έρωτας είναι ο κόσμος
χαμηλωμένο κούτελο του ταύρου έρχονται κι άλλοι κι άλλοι
μικρά μεγάλα σκολιαρόπαιδα με μια φούχτα στραγάλια με τσάντες
δυο κόκκινα πουλιά σταυρωτά ζωγραφισμένα στα τετράδιά τους
οι νεόνυμφοι βγήκαν απ’ το φωτογραφείο δένουν τις άσπρες ταινίες
στο κιγκλίδωμα […]
απόψε είναι ο καιρός για όλα λέει
απόψε η συνέχεια όλων λέει
αύριο για όλο τον άνθρωπο για όλο το μέλλον
έτσι είπε πάνω στη στέγη
κράταγε ένα μεγάλο αόρατο τιμόνι κ’ έστριβε την πολιτεία
κάτω απ’ την άσφαλτο ακουγόταν ο θόρυβος του κόσμου
ένα μαύρο σκυλί ένα καλάθι ένας μικρός καθρέφτης
δυο τεράστια παπούτσια του πικρού γελωτοποιού και το σπασμένο ποτήρι
κ’ η μυρωδιά απ’ τη φουφού του καστανά μεγάλη σαν καράβι »
Το σώμα και το αίμα, 336-337, ΙΙ-ΙΙΙ

Στην δεύτερη αυτή ευρεία σύνθεση η «νέα», ας την ονομάσουμε, ποιητική μυθολογία συναντά και διαλέγεται με τη μυθολογία του προηγούμενου έργου του ποιητή: τα πρόσωπα-ήρωες της δικής του εποχής (Βαγγέλης, Αλέκος) με τους σκληρούς αγώνες της Ρωμιοσύνης που κουβαλάνε από τη δεκαετία του 1940-1950 διασταυρώνονται με τα αγόρια και κορίτσια του 1973, με αυτούς τους «μικρούς λαϊκούς αγωνιστές». Ο αφηγητής εντάσσεται στη γενιά των πατέρων και των παππούδων των δεκαοχτάχρονων, συνδέει τα όνειρα, τη μοίρα του με τη δική τους.
[…]
χνούδια από τις παλιές κουβέρτες των εξόριστων πάνω στ’ αγκάθια
[…] 337, εν. ΙΙΙ
[ …]
Σ’ ΑΥΤΗ την ιστορία πολλοί πήραν μέρος κι άλλοι που δε φανήκανε διόλου
κρυμμένοι πίσω από τις αναμνήσεις ή πίσω από κάγκελα ή πίσω
από παλιά παντζούρια γδαρμένα απ’ τα νύχια του χρόνου […] 342
Στην έξοδο της σύνθεσης Το Σώμα και το Αίμα σε πρώτο πληθυντικό εκφέρεται η συνθηματική λέξη - επαναστατικό σύνθημα Γκραγκάντα, αναγραμματισμένη αυτή τη φορά:
«[ …]
τότε σηκωθήκαμε μεμιάς βγήκαμε μεσάνυχτα στο δρόμο
και γράψαμε στους τοίχους του φουρνάρικου του τσιμεντάδικου του ανθοπωλείου
την ίδια εκείνη λέξη αναγραμματισμένη
ΑΤΝΑΓΚΑΡΓΚΑΤΝΑΓΚΑΡΓΚΑΤΝΑΓΚΑΡΓΚ
κι ακούστηκαν ξεκάθαρα πάνω μας οι βαθιές αναπνοές απ’ τις κρυμμένες σημαίες
ΑΤΝΑΓΚΑΡΓΚ ΑΤΝΑΓΚΑΡΓΚΑΤΝΑΓΚΑΡΓΚ
αυτό το φώναζαν οι σημαίες»
Το σώμα και το αίμα, 356

Ο αναγραμματισμός της δεν φαίνεται να οφείλεται στη δήλωση «μιας παράνομης πράξης» αλλά μάλλον στο διαφορετικό πλαίσιο, στα καινούργια δεδομένα του Νοέμβρη, στους νέους πρωταγωνιστές.
Στο Πολυτεχνείο επανέρχεται ο ποιητής το 1977, τέσσερα χρόνια μετά τα γεγονότα, και προβληματισμένος εκφράζει το σκεπτικισμό του με ώριμη στοχαστικότητα για το ουσιαστικό αντίκρυσμα των συνθημάτων, των εορτών και των πανηγύρεων μέσα στη δίνη των θυελλωδών συζητήσεων και εντάσεων των πρώτων μεταπολιτευτικών χρόνων:
«τότε ήρθαν μέρες αόριστες πρόωρα κ’ υπερβολικά φωτεινές και σημαιοστολισμένες
ένα τεράστιο σεντόνι σαν εκείνο της τηλεοπτικής διαφήμισης ανεμιζε πάνω απ’ τις νέες διαδηλώσεις
κάτω απ’ τα μεγάλα στεφάνια πορεύονταν μοναχικά τα παπούτσια των σκοτωμένων
ν’ αποφύγω τη συνθηματολογία και την πολυτεχνοκαπηλεία
να μη μοιάζω καθόλου αντιστασιακός να μη βγάλω άχνα
ν’ αφήσω μόνο τα προλεταριακά πλακάτ να μιλήσουν
αργά το βράδυ μετά τις μουσικές και τις παρελάσεις
εκείνα τα πλακάτ χωρίς τους σημαιοφόρους μόνα ακουμπισμένα
στους τοίχους του νεκροταφείου
ή τους τοίχους της φάμπρικας ή στις μάντρες των λαϊκών προαστίων
λίγο χαλαρωμένα κρατημένα στα δυο ξύλινα πόδια τους
σαν τους καλούς φρουρούς που όρθιοι λαγοκοιμούνται με τεντωμένο τ’ αυτί τους
σαν τους εργάτες που ένα δευτερόλεπτο χαμηλώνουν τα τσίνορα να πάρουν δυνάμεις […]».
Τερατώδες Αριστούργημα: 378